- κήδω
- (ΑΜ κήδω)μέσ. κήδομαιενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ.β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ.γ. «ἔγωγέ σ', εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ.)αρχ.1. ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ κάποιον (ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι», Ομ. Ιλ.)2. φροντίζω για την ταφή κάποιου, ενταφιάζω3. (η μτχ. τού μέσ-ενεστ. ως επίθ.) κηδόμενος, -η, -οναυτός που έχει πολλές φροντίδες, περίφροντις.[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κήδος].
Dictionary of Greek. 2013.